- εκτετμημένος
- ο евнух
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐκτετμημένος — ἐκτέμνω cut out perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκτομος — η, ο (Α ἔκτομος, ον) 1. ο εκτετμημένος, ο εκτομίας, ο ευνούχος 2. το ουδ. ως ουσ. το έκτομον φυτό φαρμακευτικό με δυσάρεστη οσμή και πικρή γεύση, ελλέβορος ο μέλας ή ο ανατολικός … Dictionary of Greek
εκτέμνω — (AM ἐκτέμνω) 1. (για δέντρα) κόβω και βγάζω από τη γη 2. αφαιρώ, στερώ, εκμηδενίζω, καταστρέφω μσν. «μακρὰν ἐκτέμνω ὁδόν» διανύω (Γ. Πισίδ.) αρχ. 1. κόβω, αφαιρώ 2. (για γιατρό) κόβω ένα άρρωστο μέρος ή μέλος τού σώματος 3. (για μαλλιά) κουρεύω,… … Dictionary of Greek